εξελεγκτικός

εξελεγκτικός
-ή, -ό
ο χρήσιμος για εξέλεγξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στ. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξελεγκτικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”